- Ταϊβάν
- το о-в Тайвань
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Ταϊβάν — H Tαϊβάν χωρίζεται στα δυτικά από την Kίνα με το Στενό της Φορμόζας, και στα ανατολικά από το ιαπωνικό αρχιπέλαγος Pιουκιού με ένα άλλο μικρό θαλάσσιο βραχίονα.Tο έδαφος της Δημοκρατίας της Eθνικιστικής Kίνας η Tαϊβάν (Tα Tσουνγκ Xουά Mιν Kουό)… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Κινεζική θάλασσα — Θαλάσσια λεκάνη (3.619.000 τ. χλμ.), τμήμα του Ειρηνικού ωκεανού, η οποία εκτείνεται μεταξύ των νοτιοανατολικών και των ανατολικών ακτών της Ασίας, από την Ιαπωνία έως το ανατολικό άκρο του Βόρνεο και το νότιο άκρο της Μαλαϊκής χερσονήσου. Το… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Κεμόι — (κινεζ. Chinmen, KinmenJinmen, διεθν. Quemoy). Νησί (148 τ. χλμ., 52.200 κάτ. το 2003) της Ταϊβάν, στον πορθμό της Ταϊβάν, στην είσοδο του όρμου του Αμόι. Βρίσκεται 240 χλμ. Δ της Ταϊβάν και είναι το μεγαλύτερο της ομώνυμης συστάδας, η οποία… … Dictionary of Greek
Ταϊπέχ — Πόλη (2.682.000 κάτ.), πρωτεύουσα της Ταϊβάν. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα της Ταϊβάν, στη δεξιά όχθη του ποταμού Τανσουέ και είναι αφετηρία δύο σημαντικών σιδηροδρομικών γραμμών. Η δημιουργία της Τ. ανάγεται στον 18o αι., όταν ομάδες Κινέζων… … Dictionary of Greek
Λι, Γιουάν Τσε — (Yuan Tseh Lee, Σιντσού, Ταϊβάν 1936 –). Ταϊβανέζος χημικός και πανεπιστημιακός. Το 1959 αποφοίτησε από τη σχολή χημείας του εθνικού πανεπιστημίου της Ταϊβάν και συνέχισε με μεταπτυχιακά στο πανεπιστήμιο Τσίνγκουα. Έλαβε μεταπτυχιακό τίτλο στη… … Dictionary of Greek
Ταϊτσούνγκ — Πόλη (περ. 715.000 κάτ.) της Ταϊβάν πρωτεύουσα της ομώνυμης κομητείας, σε απόσταση 130 χλμ. από την Ταϊπέι. Βρίσκεται στη μέση μιας γόνιμης περιοχής, στην οποία καλλιεργείται ρύζι, ζαχαροκάλαμα, μπανανιές, τσάι, καπνός και πατάτες. Διαθέτει ακόμα … Dictionary of Greek
αμοί — (διεθν. Amoy, κινέζ. Xiamen).Πόλη (458.000 κάτ. το 2002) της ΝΑ Κίνας στην επαρχία Φουκιέν. Είναι χτισμένη στο ομώνυμο νησί και στο γειτονικό νησάκι Κουλαγκσού, που βρίσκονται στο κεντρικό τμήμα του κόλπου όπου εκβάλλει o ποταμός Κιουλούνγκ… … Dictionary of Greek
αρκούδα — Κοινή ονομασία για τα σαρκοφάγα πελματοβάμονα ζώα που αποτελούν την οικογένεια των αρκτιδών. Το σώμα τους είναι ογκώδες, μπορεί να έχει μήκος από 1,40 έως 3 μ. και καλύπτεται από μακρύ και πυκνό, αλλά αδρό τρίχωμα. To κεφάλι τους είναι κατά… … Dictionary of Greek
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek